διέρρηξε

διέρρηξε
διαρρήγνυμι
break through
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαρρηγνύω — (AM διαρρηγνύω και διαρρήγνυμι) 1. παραβιάζω, ανοίγω δια τής βίας, κάνω διάρρηξη 2. σπάζω, θρυμματίζω, θραύω σε όλη την έκταση του 3. φρ. «διέρρηξε τα ιμάτιά του» διαμαρτυρήθηκε έντονα διακηρύσσοντας την αθωότητά του 4. διακόπτω (αρραβώνα,… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμίνος — (Maximinus). Όνομα δύο Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Μ. ο Θραξ (Γάιος Ιούλιος Βήρος, 173 – 238 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (235 38 μ.Χ.). Ήταν χωρικός και καταγόταν από γοτθική φυλή της Θράκης. Είχε δυνατή σωματική διάπλαση, έτσι ο αυτοκράτορας… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • διέρρηξ' — διέρρηξα , διαρρήγνυμι break through aor ind act 1st sg διέρρηξο , διαρρήγνυμι break through plup ind mp 2nd sg διέρρηξο , διαρρήγνυμι break through perf imperat mp 2nd sg διέρρηξε , διαρρήγνυμι break through aor ind act 3rd sg διέρρηξαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”